σπείρωμα

σπείρωμα
το, Ν
1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες
2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου
3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» — σπείρωμα τού οποίου η κυλινδρική επιφάνεια είναι εξωτερική
β) «θηλυκό σπείρωμα» — σπείρωμα τού οποίου η κυλινδρική επιφάνεια είναι εσωτερική
γ) «δεξιόστροφο σπείρωμα» — σπείρωμα που φαίνεται να ανέρχεται προς τα δεξιά κατά την παρατήρηση κοχλία σε κατακόρυφη θέση
δ) «αριστερόστροφο σπείρωμα» — σπείρωμα που φαίνεται να ανέρχεται προς τα αριστερά κατά την παρατήρηση κοχλία σε κατακόρυφη θέση
ε) «τραπεζοειδές σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται σε ορισμένους μηχανισμούς μετάδοσης κίνησης μέσω κοχλία και περικοχλίου, όπως και όταν είναι επιθυμητή η μείωση ή κατάργηση τής ακτινικής δράσης τού σπειρώματος
στ) «τετραγωνικό σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται όπως και το τραπεζοειδές σπείρωμα
ζ) «στρογγύλο σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται σε εφαρμογές που υφίστανται κραδασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπείρα + κατάλ. -ωμα μέσω ενός ρ. *σπειρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… …   Dictionary of Greek

  • περικόχλιο — το / περικόχλιον, ΝΑ εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι νεοελλ. τεχνολ. 1. «περικόχλια σύσφιγξης»… …   Dictionary of Greek

  • αμφικόχλιο — το (κν. μπουζόνι) 1. είδος βίδας χωρίς κεφάλι, με σπείρωμα και στα δύο της άκρα …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την …   Dictionary of Greek

  • ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”